ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ η απόσυρση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που αποτελεί θανατική καταδίκη για τους μικρούς παραγωγούς της Ευρώπης, το περιβάλλον και την υγεία, και έναρξη σχεδιασμού νέας πρότασης.
Τα προβλήματα του αγροδιατροφικού συστήματος διεθνώς δεν είναι ούτε καινούρια ούτε άγνωστα.
Ελεγχόμενο από λίγες μεγάλες εταιρείες, οδηγεί στην καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων και συμβάλλει σημαντικά στην κατάρρευση του κλίματος.
Ταυτόχρονα, είναι άδικο: δεν εγγυάται δίκαιες τιμές και ασφαλείς θέσεις εργασίας για τους περισσότερους παραγωγούς, οδηγώντας πολλούς από αυτούς στην χρεωκοπία. Ούτε όμως προσφέρει την τροφή που χρειαζόμαστε για το παρόν και το μέλλον: λιγότερο κρέας και γαλακτοκομικά, περισσότερα όσπρια και λαχανικά εποχής, παραγμένα με δίκαιους και βιώσιμους τρόπους και σε προσιτές τιμές για τους καταναλωτές.
Παρά τις εκτεταμένες έρευνες που αποδεικνύουν τις αποτυχίες του αγροδιατροφικού συστήματος, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί συνεχίζουν να το στηρίζουν.
Η πανδημία COVID-19 όμως φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις αδυναμίες, αδικίες και ελλείψεις αυτού του συστήματος και αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη για άμεση στροφή σε νέο βιώσιμο και δίκαιο σύστημα παραγωγής τροφής. Καθώς οι πολιτικοί αγωνίζονται να ανταποκριθούν στην κρίση και να συγκεντρώσουν κονδύλια για την ανάκαμψη, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη δημιουργία του αγροδιατροφικού συστήματος για το μέλλον και όχι στη διατήρηση ενός συστήματος που ανήκει στο παρελθόν.
Το 1/3 του προϋπολογισμού της Ε.Ε. χρησιμοποιείται για τη διατήρηση του παρόντος συστήματος με αγροτικές επιχορηγήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Αυτά τα δημόσια κονδύλια καθορίζουν το είδος του αγροδιατροφικού συστήματος που έχουμε. Πρέπει επομένως από εδώ και στο εξής να στηρίξουν ένα σύστημα που θα έχει οφέλη για τους πολίτες και το περιβάλλον. Πρέπει να αλλάξουμε την ΚΑΠ και να κάνουμε μία νέα αρχή για να δημιουργήσουμε ένα πραγματικά δίκαιο και βιώσιμο αγροδιατροφικό σύστημα στην Ευρώπη, επαναδιατυπώνοντας τους κανόνες διανομής για τα δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης για τη γεωργία.
Τα πρώτα βήματα για ένα πιο δίκαιο, βιώσιμο και ανθεκτικό ευρωπαϊκό αγροδιατροφικό σύστημα είναι:
1. Δημόσια κονδύλια για τους αγρότες, όχι για τα στρέμματα
Τα ευρωπαϊκά δημόσια κονδύλια ενισχύουν την ανισότητα, αφού κάνουν τα μεγάλα βιομηχανοποιημένα αγροκτήματα ακόμη πλουσιότερα, ενώ οι μικροί παραγωγοί που δεν εφαρμόζουν βιομηχανοποιημένες μεθόδους δεν υποστηρίζονται.
Το 1% των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών αγροκτημάτων λαμβάνει το 1/3 της συνολικής χρηματοδότησης της ΚΑΠ. Με άλλα λόγια, το 10% του συνολικού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού καταλήγει σε μόλις 130.000 μεγάλους ιδιοκτήτες γης.
Το δημόσιο σύστημα πληρωμών βασίζεται κυρίως στα στρέμματα που διαθέτει (ή νοικιάζει) ένας «παραγωγός» αντί να βασίζεται στο είδος της παραγωγής του, τις μεθόδους που εφαρμόζει και τον τρόπο συντήρησης της γης του. Αυτό το σύστημα μετέτρεψε την ιδιοκτησία γης σε μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα που αποτελεί πρόσφορο έδαφος για διαφθορά, ολιγάρχες, μέχρι και την μαφία, που κερδοφορούν με δημόσια χρήματα.
Εκατομμύρια μικροί παραγωγοί έχουν εξαφανιστεί τα τελευταία χρόνια επειδή τους παραγκώνισαν τα γιγαντιαία αγροκτήματα, που λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας οικονομικής υποστήριξης και σπρώχνουν προς τα κάτω τις τιμές της αγοράς.
Η αγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά ώστε τα χρήματα που καταβάλλονται να υποστηρίζουν αγρότες και τοπικές κοινότητες, και όχι να ενισχύουν στα τυφλά τις εκτάσεις των οικονομικά ισχυρών μεγάλων γαιοκτημόνων.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ και να παρέχεται δημόσια στήριξη με βάση τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη που προσφέρουν τα αγροκτήματα.
2. Παραγωγή τροφής για τους ανθρώπους, όχι για την κτηνοτροφία
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις που χρειαζόμαστε για την παραγωγή υγιούς και ασφαλούς τροφής θα ήταν πολύ λιγότερες εάν αυτές χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια τροφής για ανθρώπινη κατανάλωση αντί για ζωοτροφή. Αν χρησιμοποιούσαμε περισσότερη γη για καλλιέργεια τροφής που προορίζεται για τους ανθρώπους αντί για ζωοτροφή, θα χρειαζόμασταν συνολικά πολύ λιγότερη γη για καλλιέργειες.
Σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 71% της συνολικής αγροτικής έκτασης χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφής. Παρ’ όλα αυτά, η εντατική, βιομηχανική παραγωγή κρέατος, γαλακτοκομικών και αυγών ακόμη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή ζωοτροφής όπως η σόγια, κάτι που απαιτεί ακόμα περισσότερη γη εκτός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η οποία γη ανέρχεται σε έκταση τόση όση καταλαμβάνουν η Αυστρία και το Βέλγιο μαζί.
Αυτό το σύστημα κάνει τους παραγωγούς να εξαρτώνται από τους μεγάλους διαχειριστές της αγοράς όπως τους εμπόρους ζωοτροφής και τις εταιρείες αγροχημικών, και επομένως καθιστά τους παραγωγούς ευάλωτους σε οποιαδήποτε διαταραχή του εμπορίου.
Την ίδια στιγμή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράγονται όλο και περισσότερα γαλακτοκομικά και κρέας που προορίζονται αποκλειστικά για εξαγωγή. Όπως έχουν ήδη δείξει παλαιότερες διαμαρτυρίες παραγωγών, αυτός ο κλάδος βρισκόταν ήδη σε κρίση πριν την πανδημία Covid-19.
Η καλλιέργεια ζωοτροφής αποτελεί την κύρια αιτία αποδάσωσης και καταστροφής οικοσυστημάτων, κάτι που σε συνδυασμό με την επέκταση της γεωργίας, την εντατική βιομηχανική κτηνοτροφία και την εκμετάλλευση των άγριων ειδών δημιουργεί το ‘κατάλληλο υπόβαθρο’ για την εξάπλωση ασθενειών όπως η COVID-19 από την άγρια ζωή στους ανθρώπους.
Περισσότερο από ποτέ, η αγροτική παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να απομακρυνθεί από το μοντέλο εντατικής βιομηχανικής κτηνοτροφίας, να παράγει περισσότερα λαχανικά, όσπρια και φρούτα, να εξασφαλίζει πιο υγιεινή τροφή για ανθρώπινη κατανάλωση και μεγαλύτερο αριθμό ποιοτικών θέσεων εργασίας στον αγροτικό τομέα.
Η Greenpeace έχει ήδη ζητήσει να σταματήσουν οι δημόσιες επιδοτήσεις στις βιομηχανικές φάρμες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να βάλει ένα ανώτατο όριο στον αριθμό εκτρεφόμενων ζώων ανά στρέμμα ως προϋπόθεση για τη λήψη επιδοτήσεων – οι βιομηχανικές φάρμες με μεγάλο αριθμό ζώων σε πολύ μικρή έκταση δεν θα έπρεπε να λαμβάνουν δημόσια κονδύλια.
Ωστόσο χρειάζονται περαιτέρω βήματα. Επιπλέον των επιδοτήσεων για την παραγωγή τους, ολοένα μεγαλύτερα ποσά δημοσίου χρήματος διατίθενται και για την αγορά κρέατος και γαλακτοκομικών, που παράγονται και καταναλώνονται σε υπερβολικές ποσότητες. Αντί το δημόσιο χρήμα να ξοδεύεται σε αυτή την κατεύθυνση σε εποχές κρίσης, το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του.
3. Περισσότερα λαχανικά, καλύτερη υγεία
Σε εποχές κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, είναι ακόμα πιο σημαντικό η υγιεινή και βιώσιμη τροφή που βασίζεται σε όσπρια, φρούτα και λαχανικά εποχής να είναι ευρέως διαθέσιμη και οικονομικά προσιτή.
Το ισχύον σύστημα δημόσιων επιδοτήσεων όμως έχει αποτύχει να απομακρύνει την ευρωπαϊκή γεωργία από την παραγωγή τροφής που βλάπτει τόσο την υγεία μας όσο και το περιβάλλον μας.
Με αυτόν τον τρόπο έχει συμβάλλει στο να γίνει αυτή η τροφή μία πιο «εύκολη» επιλογή σε σχέση με την τροφή που είναι υγιεινή και έχει παραχθεί με βιώσιμες μεθόδους.
Ενώ ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά κάνει τις δικές του διατροφικές επιλογές, αυτές σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται και καθοδηγούνται από το κοινωνικό, πολιτισμικό και εμπορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γίνονται.
Οι διατροφικές αλλαγές που χρειαζόμαστε για να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία και τη φύση πρέπει να έχουν δημόσια στήριξη μέσα από τη στροφή των επιδοτήσεων, τη μείωση των φόρων σε φρούτα και λαχανικά και την άρση των φορολογικών ελαφρύνσεων που ενθαρρύνουν ανθυγιεινά καταναλωτικά πρότυπα.
Ως ένα αρχικό βήμα με ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση, καλούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να θέσουν στόχους για τη μείωση της υπερκατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών τουλάχιστον κατά 70% ως το 2030 και 80% ως το 2050 συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα
4. Χρηματοδότηση της παραγωγής τροφής – όχι των καυσίμων και του διεθνοποιημένου εμπορίου
Οι ιδιαίτερα παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες τροφίμων και βασικών προϊόντων αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την κρίση Covid-19. Αντί για περαιτέρω επένδυση σε παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού μαζικά παραγόμενων τροφίμων, πρέπει να επαναξιολογήσουμε τι είναι σημαντικό για το παρόν και το μέλλον της τροφής μας και να αρχίσουμε να στρεφόμαστε σε τοπικά, βιώσιμα, διαφοροποιημένα και ανθεκτικά συστήματα παραγωγής τροφής με περιβαλλοντικά ασφαλείς μεθόδους.
Η Ευρώπη είναι ήδη ανάμεσα στους κορυφαίους εξαγωγείς γαλακτοκομικών και κάποιων προϊόντων κρέατος, κάποιες φορές με ολέθριες συνέπειες στις τοπικές οικονομίες των χωρών εισαγωγής.
Επίσης επεκτείνεται η αγροτική γη σε όλον τον πλανήτη για καλλιέργειες που προορίζονται για παραγωγή καυσίμων αντί τροφής. Σχεδόν το σύνολο των βιοκαυσίμων στην Ευρώπη παράγεται από επισιτιστικές καλλιέργειες, ενώ περισσότερο από το μισό φοινικέλαιο που εισάγεται στην Ευρώπη χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή καυσίμων.
Υπολογίζοντας την αποδάσωση που προκαλείται από την αυξανόμενη ζήτηση γης για αυτές τις καλλιέργειες, οι εκπομπές του βιοντίζελ που παράγεται από φοινικέλαιο ή σογιέλαιο μπορεί να είναι 2-3 φορές υψηλότερες από τις εκπομπές του συμβατικού ντίζελ.
ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ένα αγροδιατροφικό σύστημα που δεν βασίζεται στην ανεξέλεγκτη εντατικοποίηση της παραγωγής αλλά στη στοχευμένη παραγωγή καλύτερης τροφής για όλους τους ανθρώπους. Αυτό απαιτεί την ανακατεύθυνση των δημόσιων επιδοτήσεων από τη σπατάλη των επισιτιστικών καλλιεργειών για την παραγωγή καυσίμων.
Συγκεκριμένα, χρειάζονται νέα μέτρα για την
ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ
ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
που καταναλώνονται σε υπερβολικές ποσότητες, ιδιαίτερα στο βιομηχανικό κρέας και τα γαλακτοκομικά.
«Οι αγρότες είναι οι πρώτοι που έχουν βιώσει τα αδιέξοδα του αγροτικού μοντέλου που επικρατεί σήμερα, τους κινδύνους των μεταλλαγμένων, την εξάρτηση από επικίνδυνα φυτοφάρμακα και λιπάσματα και το υψηλό κόστος παραγωγής που συνεπάγονται.
Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, συναντάμε το τεράστιο ενδιαφέρον παραγωγών που θέλουν να στραφούν στα ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά.
Η εφαρμογή βιώσιμων γεωργικών πρακτικών και η στροφή της Ελλάδας σε βιώσιμη γεωργία είναι η μόνη λύση που μπορεί να δώσει ανάσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αγροτικός κλάδος και η εθνική οικονομία. Σήμερα κάνουμε το πρώτο βήμα, οι παραγωγοί όμως θα χρειαστούν τώρα τεχνογνωσία και μέτρα ενίσχυσης»,
τόνισε η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία.
Παρόλο που η χώρα μας μπορεί να παράγει ποιοτικές και ασφαλείς πρώτες ύλες για ζωοτροφές, η παραγωγή στηρίζεται σήμερα σε εισαγωγές πρώτων υλών που κοστίζουν στην εθνική οικονομία 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Οι εισαγωγές αυτές αφορούν κυρίως στη σόγια, η οποία είναι συχνά μεταλλαγμένη.
Στον αντίποδα αυτής της επιζήμιας πρακτικής υπάρχει η καλλιέργεια ελληνικών κτηνοτροφικών φυτών, τα οποία μπορούν να υποκαταστήσουν τη σόγια. Η βιώσιμη γεωργία παράγει υγιεινή και ασφαλή τροφή, αφού δεν εξαρτάται από μεταλλαγμένα και χημικά φυτοφάρμακα.
ΠΗΓΗhttps://www.greenpeace.org/greece
ΣΥΝΤΑΞΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΗ ΣΩΡΡΑ
ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ «ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ- Ε.ΣΥ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου