Η χαρουπιά ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι την καλλιεργούσαν για τους καρπούς της. Ο Πλίνιος περιγράφει τα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς σαν τροφή για τα γουρούνια. Από τον Θεόφραστο μαθαίνουμε ότι το δέντρο, οι Ίωνες το αποκαλούσαν κερωνία ενώ ο καρπός ονομάζονταν και αιγυπτιακό σύκο. Ο Θεόφραστος περιέγραψε σωστά πως οι καρποί της βγαίνουν από τον κορμό του δένδρου, κι αυτό γιατί τα λουλούδια φυτρώνουν πάντοτε στις μασχάλες των φύλλων ή απευθείας από τα παλιά κλαδιά.
Το δένδρο αναφέρεται και στην παραβολή του Ασώτου. Το χαρούπι το έτρωγαν στην Αρχαία Αίγυπτο και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντική ουσία για το γλυκό «νεντζέμ». Οι Ισραηλινοί έτρωγαν τα χαρούπια κατά τη διάρκεια των εβραϊκών διακοπών του «Του Μπισβάτ» ενώ οι μουσουλμάνοι κατά τη διάρκεια του Ραμαζάν έπιναν χυμό χαρουπιού. Στην Αίγυπτο σήμερα το τρώνε σαν σνακ, ενώ με τους συντριμμένους λοβούς φτιάχνουν ένα αναζωογονητικό ποτό. Χρησιμοποιείται επίσης σε ηδύποτα που φτιάχνονται σε Τουρκία, Μάλτα, Πορτογαλία και Σικελία. Στη Λιβύη και στο Περού χρησιμοποιούν το σιρόπι του χαρουπιού σε ποτό.
Είναι γνωστή και ως κερωνιά, κερατιά, ξυλοκερατιά, κουντουριδιά. Το λατινικό της όνομα είναι Ceratonia siliqua και ανοίκει στην οικογένεια Φαβίδες ή Χεδρωπά (Leguminosae).
Το όνομα της το παίρνει από το σχήμα του καρπού της, του χαρουπιού, που θυμίζει ξύλινο κέρατο (ξυλοκέρατο). Είναι δέντρο αειθαλές που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 18m και σε ηλικία τα 100 έτη, ενώ τα φύλλα του είναι στρογγυλά, σκληρά και πυκνά. Ευδοκιμεί στις άνυδρες και βραχώδεις παραθαλάσσιες περιοχές και φυτρώνει σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη.
Βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές περιοχές της Μεσογείου και στην Ελλάδα, αλλά και καλλιεργείται σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων. Η χαρουπιά φυτεύεται παντού, ακόμη και στα πεζοδρόμια, λόγω του πυκνού ίσκιου της και της μηδενικής φροντίδας που απαιτεί. Στην Κρήτη υπάρχει και το μεγαλύτερο φυσικό δάσος με χαρουπιές στην Ευρώπη, το χαρουπόδασος των Τριών Εκκλησιών.
Η αιωνόβια χαρουπιά της αυλής
Τα άνθη βγαίνουν αρχές φθινοπώρου όπου και συλλέγονται μαζί με τα φύλλα, και οι λοβοί στα τέλη Ιουλίου. Πριν ωριμάσει ο καρπός της μοιάζει με πράσινο φασόλι, ενώ όταν ωριμάσει γίνεται καφετί και είναι σκληρός και γλυκός (κατατάσσεται στα όσπρια).
Μέσα στο «φασόλι» υπάρχουν 5-15 μικρά σκληρά κουκούτσια, τα κεράτια, τα οποία έχουν το χαρακτηριστικό ότι έχουν όμοιο βάρος (189 – 205 χιλιοστά του γραμμαρίου). Γι’ αυτό το λόγο το βάρος των σπερμάτων αυτών, των κερατίων, πρωτοχρησιμοποιήθηκε πριν 1500 χρόνια για τον ορισμό του καρατίου (0.2 γραμμάρια), δηλαδή της μονάδας μέτρησης του βάρους των πολύτιμων λίθων.
Το αλεσμένο περικάρπιο δίνει αλεύρι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά για ζωοτροφές αλλά και τους ανθρώπους, ενώ το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ, κατάλληλο για πολλές χρήσεις και χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις.
Οι καρποί της υπήρξαν κάποτε πολύτιμοι και για τη διατροφή των ανθρώπων. Οι Κρητικοί έτρωγαν τα χαρούπια σαν γλυκό. Σε περιόδους ανέχειας, τα χαρούπια έτρεφαν τους φτωχούς και τους αντάρτες που βρίσκονταν στα βουνά. Είναι δέντρο εργοστάσιο, που θυμόμαστε σε περιόδους πολέμων και λιμών, που η τροφή είναι δυσεύρετη.
Το μεγαλύτερο μέρος της ψίχας των χαρουπιών που παράγονται σήμερα, χρησιμοποιείται για ζωοτροφή. Η αξία του σε αμυλαξία είναι μικρότερη όταν συγκριθεί με άλλες κτηνοτροφές (καλαμπόκι 780 μονάδες, κριθάρι 689 μονάδες και χαρούπι 500 μονάδες).
Όμως η τιμή του το κάνει οικονομικότερη κτηνοτροφή, και όταν αναμιγνύεται με άλλες ζωοτροφές βελτιώνει τη γεύση τους με αποτέλεσμα να καταναλώνονται πιο ευχάριστα από τα ζώα.
Τα χαρούπια είναι γλυκά, εύγευστα και θρεπτικά κι αυτό γιατί περιέχουν πρωτεΐνες, βιταμίνες, μέταλλα όπως ασβέστιο και σίδηρο, κ.ά. Περιέχουν σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία (50%) από το οποίο το 30% είναι σταφυλοσάκχαρο, 10% πρωτεΐνη, και 6% λίπος. Επίσης περιέχουν βιταμίνες Α, και D, βιταμίνες της ομάδας Β και καροτίνη, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, μαγγάνιο, χαλκό, χρώμιο, νικέλιο, λίγο ισοβουτυρικό οξύ (που ευθύνεται για την ελαφρώς δυσάρεστη μυρωδιά), ταννίνες, ινώδεις ουσίες όπως λιγνίνη (επιδρά κατασταλτικά στη χοληστερίνη, έχει θετικά αποτελέσματα κατά του διαβήτη και της παχυσαρκίας), βλέννα, κυτταρίνη και τουλάχιστον ακόμη 6 αντιοξειδωτικές ουσίες. Είναι εύπεπτα και δεν προκαλούν αλλεργίες.
Στην Κρήτη παλαιότερα, σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της, η καλλιέργεια των χαρουπιών για την παραγωγή ζωοτροφών ήταν μια από τις κοινότερες αγροτικές ασχολίες, αλλά σήμερα η καλλιέργεια τους έχει μειωθεί δραματικά.
Ωστόσο, αρκετές ποσότητες ακόμα αλευροποιούνται και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός θρεπτικού αλευριού κατάλληλου για βρεφικούς κοιλόπονους και παιδικές γαστρεντερίτιδες. Βράζοντας τα χαρούπια κάποιοι παρασκευάζουν ένα απλό υδατώδες εκχύλισμα, το «χαρουπόμελο», το οποίο και χρησιμοποιούν ως κύρια γλυκαντική ουσία. Άλλοι τα φουρνίζουν, τα αλέθουν και ανακατεύουν τη σκόνη τους με λίγο αλεύρι για την παρασκευή ψωμιού.
Συγκομιδή των χαρουπιών
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιείται το αφέψημα από κοπανισμένα χαρούπια για τα παιδιά που πάσχουν από βρογχίτιδα ή κοκίτη, ενώ άλλοι το βράζουν μαζί με ξερά σύκα και σταφίδες και το πίνουν ως αντιβηχικό φάρμακο.
Επίσης, από τα σπόρια τους εξάγεται μία κολλώδης ουσία (κόμμι) χρήσιμη στη χαρτοβιομηχανία καθώς και σαν στερεωτικό σε διάφορα τρόφιμα. Τέλος, ο σπόρος της χαρουπιάς αντικατέστησε στο παρελθόν ακόμα και τον καφέ, καβουρντιζόμενος με αμύγδαλα και ρεβίθια.
Από το δέντρο εξάγονται βαφικές και κολλητικές ουσίες κατάλληλες για την βυρσοδεψία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χαρτιού, το έλαιο των καρπών χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία. Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της χρησιμεύουν στη βαφική.
Στην Κύπρο που καλλιεργείται αδιάλειπτα, το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα). Εκεί σήμερα κυριαρχούν τρεις ποικιλίες της χαρουπιάς, η Τηλλυρίας, τα κουντούρκα και τα κουμπωτά. Στην Ανώγυρα λειτουργεί Μουσείο Παστελιού, με στόχο την παρουσίαση του παραδοσιακού παστελιού με βασικό συστατικό του το χυμό των χαρουπιών.
Η χαρουπιά καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά. Δεν αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τις ηλιόλουστες θέσεις γι’ αυτό καλλιεργείται συχνότερα σε θερμές εύκρατες ζώνες. Ένα ώριμο δέντρο που καλλιεργείται σε ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες και γόνιμο έδαφος μπορεί να αποδώσει έως και 400 κιλά “φασόλια”. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια.
Χαρουπιά στην Κρήτη
Η χαρουπιά είναι σπουδαίο διακοσμητικό φυτό. Είναι όμως ακόμη σπουδαιότερη σαν δασικό δέντρο. Εμποδίζει την εξάπλωση της φωτιάς, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με το πεύκο και είναι κατάλληλη για αναδασώσεις. Και όσο και αν ο εμπορικός ρόλος της χαρουπιάς στις μέρες μας έχει υποβαθμιστεί, ο περιβαλλοντικός της ρόλος είναι σπουδαίος γιατί μπορεί να επιβιώνει σε άγονα και ξηρικά ασβεστολιθικά εδάφη.
Πολλές περιοχές οφείλουν στη χαρουπιά το πράσινο χρώμα τους, ενώ συγχρόνως το πλούσιο ριζικό της σύστημα συγκρατεί και προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση. Η χαρουπιά μπορεί να καλύψει εγκαταλελειμμένες ή άγονες και θαμνώδεις εκτάσεις, ακόμη και βραχώδη εδάφη. Οι αναδασώσεις στις εκτάσεις αυτές, μπορούν να σταματήσουν τις διαβρώσεις, να αλλάξουν τη φυσιογνωμία των περιοχών,να δώσουν νέες δυνατότητες και να κάνουν τα μέρη πιο ελκυστικά για τους επισκέπτες.
Διάφορα Εθνικά και Ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτούν και προωθούν κατά καιρούς την επέκταση των φυτειών της χαρουπιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου